αεροφαγία — Πάθηση που οφείλεται στην κατακράτηση αέρα από το πεπτικό σύστημα. Ο ασθενής έχει συχνά ρεψίματα, που ανακουφίζουν το στομάχι. Πολλές φορές ο αέρας προχωρεί στα έντερα, οπότε βρίσκει διέξοδο από το απευθυσμένο. Η α. προκαλείται είτε από άφθονη… … Dictionary of Greek
ακόμπιαστος — η, ο [κομπιάζω] 1. αυτός που δεν έχει κόμπους ή δεν είναι δεμένος σε κόμπους 2. αυτός που δεν δυσκολεύεται κατά την κατάποση 3. αυτός που δεν δυσκολεύεται κατά την ομιλία 4. επίρρ. ακόμπιαστα χωρίς δυσκολία κατά την κατάποση ή την ομιλία … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
επιγλωττίδα — Πτυχή από τένοντα πίσω από τη γλώσσα. Κρέμεται πάνω από την είσοδο στον λάρυγγα και προλαμβάνει την είσοδο σε αυτόν τροφής ή υγρών. επιγλωττίτιδα. Σοβαρή και ενίοτε μοιραία φλεγμονή της ε. (του ιστού που κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού και… … Dictionary of Greek
καταψιά — και καταπιά, η 1. κατέβασμα τού φαγητού με μια χαψιά, κατάποση 2. ποσότητα τροφής ή φαγητού που μπορεί να καταπιεί κάποιος με μια κατάποση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιά < καταπίνω. Ο τ. καταψιά πιθ. αναλογικά προς το χαψιά] … Dictionary of Greek
οισοφάγος — (Ανατ.). Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που ενώνει τον φάρυγγα με το στομάχι· είναι ένας μυομεμβρανώδης σωλήνας μήκους περίπου 25 εκ., του οποίου οι περισταλτικές κινήσεις προωθούν τον βλωμό (μπουκιά) από τον φάρυγγα στο στομάχι. Οι πιο σημαντικές… … Dictionary of Greek
έλξη — η (AM ἕλξις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση νεοελλ. 1. ελκυστικότητα, γοητεία 2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως») … Dictionary of Greek
αβδελλιάρης — α, ικο και ικος, η, ο 1. (για ζώα) αυτός που προσβλήθηκε από νόσο που προκαλεί η κατάποση βδέλλας 2. μτφ. καχεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβδέλλα. ΠΑΡ. αβδέλλιασμα, αβδελλιαστός] … Dictionary of Greek
αεροκατάποση — η Ιατρ. εισαγωγή αέρα στο στομάχι κατά την κατάποση, αεροφαγία* … Dictionary of Greek
ανάκαψις — ἀνάκαψις ( εως), η (Α) [ἀνακάπτω] κατάποση, καταβρόχθισμα, χάψιμο … Dictionary of Greek